σιφάντο

σιφάντο
το, και σιφάντος, ο, Ν
νοτιοδυτικός άνεμος με μεγάλη ορμητικότητα ο οποίος επικρατεί στην Αδριατική Θάλασσα και διαρκεί τέσσερεις συνεχείς μέρες κατά τη διάρκεια τού χειμώνα και λίγες μόνον ώρες κατά τη διάρκεια τού καλοκαιριού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”